- αποκατινός
- -ή, -ό κ. -ιανός1. αυτός που βρίσκεται αποκάτω, κάτω από κάποιον ή κάτι άλλο2. κατώτερης αξίας, παρακατιανός.[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αποκάτω + (παραγ. κατάλ.) -ινός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποκατινός — ή, ό αυτός που βρίσκεται αποκάτω: Βγάλε και το αποκατινό στρώμα, για να αεριστεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… … Dictionary of Greek